Έλλη
Μπαρμπαγιάννη
Και μην ξεχνάς,
εμείς ταΐζουμε το λύκο της δύναμης
8 Μαρτίου – 6 Απριλίου 2013
Η Γκαλερί
Cube, φιλοξενεί την εικαστική ατομική έκθεση
της Έλλης Μπαρμπαγιάννη με τίτλο “Και μην ξεχνάς, εμείς ταΐζουμε το λύκο της
δύναμης ”.
Τα έργα που
παρουσιάζονται στη έκθεση είναι ζωγραφικά, έργα μικτής τεχνικής και μια
εγκατάσταση στο χώρο.
Ο Χρήστος Μπουλώτης, κάτω από τον τίτλο
“Τα “αισιόδοξα
τραύματα” της Έλλης Μπαρμπαγιάννη ή πώς το μαύρο κρύβει φως”,
περιγράφει
τη δουλειά της Έλλης Μπαρμπαγιάννη: “Ηγεμονεύει ερήμην μας ο χρόνος·
συνέχειες και ασυνέχειες είναι επινοήματα δικά μας, το ίδιο και η προβολή
τους στον τεράστιο καμβά του, τον απείρως εκτατό. Το παλλόμενο βίωμα, ο
φόβος και η υπέρβασή του, το τραύμα, η μνήμη είναι που τον ρυθμολογούν στη
μεγάλη και τη μικρή διάρκειά του, προσδίδοντάς του διακριτή ταυτότητα.
Αυτές τις σκέψεις, ανάμεσα σε άλλα, μου
γέννησε, αυτόματα σχεδόν, η πρώτη επαφή με τη νέα εκθεσιακή κατάθεση της
Έλλης Μπαρμπαγιάννη, ανακαλώντας ταυτόχρονα στο νου τον πίνακα του Μαγκρίτ
“Η πληγωμένη μνήμη” -έργο που αγάπησα στα νεανικά μου χρόνια: ένα μαρμάρινο
γυναικείο κεφάλι, με κόκκινη κηλίδα στον αριστερό κρόταφο. Αίμα. Νωπό ακόμη
το τραύμα, πριν γίνει ανάμνηση. Στο περιγραφικό, έκδηλα συμβολικό τούτο
ζωγράφημα, χωράνε διαστρωματωμένες ένα σωρό αναγνώσεις κάτω από την
εικαστική του κρούστα.
Πάνω στους θεματικούς άξονες του χρόνου και της
μνήμης, του τραύματος, της υπαρξιακής αγωνίας και του φόβου που από μαύρο
μεταλλάσσονται σε ένα ευχετήριο και αισιόδοξο λευκό, τουτέστιν σθένος, πάνω
σ’ αυτούς τους άξονες, λοιπόν, κινείται πάλι η Έλλη Μπαρμπαγιάννη με όχημα
το δικό της βιωματικό απόθεμα, που καταφέρνει ωστόσο να δέσει σταυροβελονιά
με το οικουμενικά ανθρώπινο. Όποιος γνωρίζει από πρώτο χέρι την μέχρι
τώρα εικαστική πορεία της -ιδίως τα ποιητικά όσο και εναγώνια αποτυπώματα
της τελευταίας της έκθεσης- δεν θα δυσκολευτεί να ξαναπιάσει το υφάδι
της ευαισθησίας της, της άσκησής της στο ασπρόμαυρο πεδίο μιας αστάθμητης
σκακιέρας, του αγκιστρώματός της, εντέλει, από το άξιον εστί της ζωής, που
ακόμη κι όταν μπουσουλάει, εγείρει αξιώσεις ιπτάμενου καλπασμού.
Το υφάδι της συνέχειας μάς το δίνει ευανάγνωστα η
ίδια η Μπαρμπαγιάννη, επιφορτίζοντας τη “συλλέκτρια δακρύων” -εμβληματικό
έργο της τελευταίας της έκθεσης- να ανοίξει προνομιακά την τωρινή της. Αυτή
η ολόγυμνη φιγούρα με το μαύρο πουλί στο χέρι, έμπλεη εγκαρτέρησης, όρθια,
σχεδόν αγαλματική, αλλά και διάφανη σαν οπτασία, βγαίνει πρώτη στην
ημιφωτισμένη σκηνή για να μας παρασύρει πρωτοπρόσωπα (και τριτοπρόσωπα
συνάμα) σ' ένα καινούργιο δρώμενο, πολύπτυχα μεστό, που συνεχίζει μια
αφήγηση παλιά όσο και νέα, μια πράξη συντελεσθείσα και επικείμενη, με άλλα
λόγια πραγματική όσο και άχρονη.
Χρειάζεται άραγε πολύ για να καταλάβει κανείς το συμβολικό παιχνίδι της ταυτοπροσωπίας ανάμεσα στην επίμονη “συλλέκτρια” και τη ζωγράφο; Δεν πρόκειται για αίνιγμα. Αλλά κι αν είναι, φρόντισε η Μπαρμπαγιάννη να εμπεριέχει την απάντησή του. Αυτή συνδιαλέγεται με τις τετελεσμένες ζωές επώνυμων που άφησαν βαθύ το κοινωνικό τους στίγμα στον χρόνο, στην ανθρώπινη συνθήκη, που δοκιμάστηκαν ποικιλοτρόπως, με τραύματα δοξαστικά της ύπαρξης· πορτρέτα τους εδώ λεπτουργημένα με βελόνα και κλωστή, κατά την αγαπημένη τεχνική της Έλλης –ο Μαγιακόφσκι και ο Γκόγια, ο Λόρκα, ο Μπρεχτ, ο Μακρυγιάννης, ο Ρήγας Φεραίος, η Φρίντα Κάλο, Γκράμσι και Πασιονάρια, Σιμόν Μπολιβάρ, Πλουμπίδης, κι άλλοι σ’ ένα κύκλο ανοιχτό, συνεχώς διευρυνόμενο. Αυτή συνδιαλέγεται έκδηλα συναισθηματικά και με το ωραίο μικρό αγόρι, ομοίως σε πορτρέτο, που σε αντίθεση με τα προηγούμενα αναστήματα κατοικεί ηδέως διεκδικητικά τον ενεστώτα χρόνο, στην επικράτεια της “καθαρής γεωμετρίας της ελπίδας”, όπως υπομνηματίζει ρητά η ίδια η δημιουργός. Κι ύστερα είναι πάλι αυτή που παρακολουθεί εναγώνια, καταγράφει και ερμηνεύει όνειρα και εφιάλτες με λύκους καθώς εισβάλλουν απειλητικοί, αμφίδρομα, από τον ξύπνο στον ύπνο, σέρνοντας πίσω τους μακραίωνα παραμυθικά μοτίβα. Κι έχει αναλάβει αυτή η «συλλέκτρια δακρύων» να εξορκίζει ευεργετικά τους φόβους. Τα “δακρυδόχα” αγγεία, με πλάγιες τις αρχαιοελληνικές αναφορές, που κρέμονται αρμαθιά πάνω από το κεφάλι της, χωράνε, θα έλεγε κανείς, και δάκρυα λύτρωσης. -κι ίσως αυτά το πιο πολύ. Τη λύτρωση, εξάλλου, ευαγγελίζεται πάλι η Μπαρμπαγιάννη με τη νέα της δουλειά. Τη δοκιμασία που σαν αρχέγονη διαβατήρια τελετή σφυρηλατεί σθένος -προϋπόθεση για γενναία και/ή δημιουργική αναμέτρηση με το φθαρτό κι εφήμερο. Έτσι, οι εδώ λύκοι, με τους αρνητικά φορτισμένους συμβολισμούς τους, είναι το αναγκαίο κακό, το “εκ των ων ουκ άνευ” που θα μας πάει στην αντίπερα, τη φωτεινή μεριά, αφού είναι κοινός τόπος ότι το μαύρο κρύβει φως, πολύ φως.
Με τη συρμάτινη, τέλος, εγκατάσταση
δίκην χοάνης -απ' το ταβάνι ως το πάτωμα-, όπου σκαλώνουν πάνω της φιγούρες
και μοτίβα μαύρα, προβαλλόμενα γιγαντωμένα στον χώρο σαν σκιές χάρη σε
ενσωματωμένη πηγή φωτός, οπτικοποιεί η Μπαρμπαγιάννη τρισδιάστατα μύχιους
φόβους. Τους φόβους που αναδυόμενοι, λες, απ' το συλλογικό υποσυνείδητο
συμφύρονται εδώ με τις σκιές του καθενός μας -μέρος κι εμείς ενός
υποσυνείδητου που αποζητά εξορκισμούς και λύτρωση.