Βίντεο από τήν εκδήλωση
ιστορίες με λύκους
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013
Την Πέμπτη 28 Μαρτίου
2013, στις 20.30, στην Γκαλερί
Cube, οι Ηλίας Αναστασόπουλος, Γιάννης
Κολέσης, Αλεξάνδρα Παναγοπούλου, Βασίλης Τάσσης και Μαρίνα Τσολακίδου
παρουσιάζουν τις “ιστορίες με λύκους” που έγραψε ο Ισίδωρος Σιδερόπουλος
σχολιάζοντας τους πίνακες της Έλλης Μπαρμπαγιάννη.
Τι θα
μπορούσε να διηγείται κάποιος που συνάντησε το λύκο, ένα «Τσάι πάρτυ με φρυγανιές» στα ’73, ο Μέτντχατ συνάντησε τον Σιμόν
Μπολιβάρ, η
Ναντέζντα Αντρέγιεβνα
φορούσε ένα γαλάζιο μπλουζάκι όταν καταδικάστηκε,
οι οδοδείκτες αφηγούνται σε μια πορεία στο Βερολίνο στα μέσα Γενάρη,
ξεπακετάροντας την «Time Capsule υπ’ αριθ. 19, 12 Δεκεμβρίου 2012», μάθετε
αν απάντησε ο κ. Κόυνερ στο ερώτημα «Τι
σημαίνει ανεργία;»…
Στις “ιστορίες με λύκους” … Μια
φωτογραφία είναι σημαντική όταν δεν χρειάζεται περισσότερες πληροφορίες από
ό,τι ακριβώς η ίδια η εικόνα. Συλλαμβάνει έναν άντρα ήρεμο, εν ειρήνη με τον
εαυτό του και με τις ιδέες του. Δεν είναι κάποια περίπλοκη σύνθεση. Αλλά ο
φωτογράφος, μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ήταν σε θέση να αποδείξει
την ηρωική πλευρά της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να
αντιμετωπίσουμε το θάνατο∙ εκείνος απολαμβάνει το τελευταίο πούρο. Ο Φορτίνο
Σαμάνο επιλέγει να κοροϊδέψει τους βασανιστές του, απλώς περιμένει τις
σφαίρες τους. Θυμάσαι τους στίχους του Σολωμού και τους σημειώνεις, με τις
αγαπημένες σου ορνιθογραφίες: «Παλικαρά και μορφονιέ, γεια σου, καλέ, χαρά
σου! / Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου». Ακούς την ηχώ από
τον καλπασμό άγριων αλόγων στην πεδιάδα, πάρα πολύ μακριά, ενώ ο Ζαπάτα
συνεχίζει την Επανάσταση. Μα κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει το βλέμμα,
κανείς δεν μπορεί να σταματήσει το χρόνο. Καταδικάστηκε χωρίς δίκη, η ζαριά
της μοίρας έχει ριχτεί και εκείνος, ο Φορτίνο Σαμάνο, απλώς περιμένει μέχρι
τη χαριστική βολή. Στέκεται πριν ακουστεί ο ήχος από τα τουφέκια, με τα
χέρια στις τσέπες και οι ανώνυμοι εκτελεστές –σαν τους αναγνώστες της
φωτογραφίας που τον χαρακτηρίζουν ασυμπάθιστο αναιδή μαγκίτη– δεν
καταλαβαίνουν το χαμογελαστό πρόσωπό του.
«Αυτή είναι
η εικόνα ενός ανθρώπου που πρόκειται να πεθάνει;», αναρωτιέμαι. Αν είναι
έτσι, πραγματικά, θα πρέπει να ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος. Τι κάνεις
στο κλικ μεταξύ ζωής και θανάτου; Αισθάνεσαι τη σκόνη στον άνεμο; Δεν είσαι
καν τριάντα ετών. Δεν έχεις δέσει τα μάτια. Οι σφαίρες μπορεί να γκρεμίσουν
την ανθρώπινη υπόσταση, αλλά τίποτα δεν μπορεί να γκρεμίσει τ’ όνομά σου.
Ίσως ως επαναστάτης σε μια τέτοια ταραγμένη εποχή αντιμετωπίζεις το θάνατό
σου με τον ίδιο τρόπο που βίωσες τη ζωή σου, με απόλυτη εμπιστοσύνη στις
πεποιθήσεις, και μια προθυμία να πεθάνεις γι’ αυτές. Χωρίς να μετανιώνεις
για τίποτε, με την αντίληψη του αναπόφευκτου και την αποδοχή της ύστατης
ώρας.
Εκτός από
αυτές τις λίγες λεπτομέρειες –αν και γκούγκλαρες, δεν βρήκες πολλά
πράγματα–, υπάρχει μόνον η φωτογραφία. Θα μπορούσε να είναι ένας από τους
αμέτρητους εκείνους που καταδικάστηκαν σε θάνατο, στο πέρασμα του χρόνου.
Αλλά επέζησε για να πιστοποιήσει ότι η φωτογραφία δεν είναι απλώς ο θάνατος.
Εκείνος απαίτησε να έχει και τα δύο χέρια ελεύθερα, έστω για να κρατήσει για
λίγο το τελευταίο πούρο και να τα βάλει στις τσέπες με την αδιαντροπιά ενός
ανθρώπου που ’χει χάσει το δίκιο του, γιατί η ζωή συνεχίζεται παρά και πέρα
από τα… υπόλοιπα. Κι ο θάνατος δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, όταν
αρνούμαστε να του δώσουμε ένα. Υπογραμμίζεις: «Η φωτογραφία ακούγεται με
τους στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου ή του Κάρλος Κάνο: “Como
se
vive
se
muere”». Στο κάτω μέρος παραπέμπεις σε κάποιο
κείμενο του Χρόνη Μίσιου∙ προσπαθώ να διαβάσω ό,τι δεν έχει ξεθωριάσει: «Ε,
έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ, για να καταλάβω πόσο μοναδικός
και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη». (απόσπασμα, ιστορίες με
λύκους, Ισίδωρος Σιδερόπουλος)